φιλοπεριέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοπεριέργεια < φιλο- + περιέργεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλοπεριέργεια θηλυκό
- η υπερβολική περιέργεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοπεριέργεια
|