φιλοσοφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοσοφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλοσοφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
φιλοσοφημένος
- που έχει φιλοσοφήσει, έχει σκεφτεί κι έχει ολοκληρωμένες και συγκροτημένες απόψεις για πρόσωπα και πράγματα και (αντι)δρα αναλόγως
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φιλοσοφημένα
- → δείτε τις λέξεις φιλοσοφώ, φίλος και σοφός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοσοφημένος
|