φιλοσοφικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοσοφικότητα < (καθαρεύουσα) φιλοσοφικ(ότης) + -ότητα < φιλοσοφικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλοσοφικότητα θηλυκό
- η τάση να φιλοσοφεί κάποιος συχνά, να έχει τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής ή να αντιμετωπίζει τη ζωή φιλοσοφικά
- η εγκαρτέρηση και η στωικότητα στις δυσκολίες
- ↪ αντιμετωπίζει το πρόβλημα με φιλοσοφικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοσοφικότητα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)