φιλοτελισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοτελισμός < φιλοτελιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλοτελισμός αρσενικό
- το συστηματικό ενδιαφέρον και η ενασχόληση με τη συλλογή γραμματοσήμων