φιόγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιόγκος | οι | φιόγκοι |
γενική | του | φιόγκου | των | φιόγκων |
αιτιατική | τον | φιόγκο | τους | φιόγκους |
κλητική | φιόγκε | φιόγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιόγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiocco
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιόγκος αρσενικό
- τρόπος δεσίματος κορδέλλας, σπάγκου, κορδονιού κ.λπ. με διπλή θηλιά κι εύκολο λύσιμο, σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) κορδέλλα, σπάγκος, κορδόνι κ.λπ. δεμένο με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας
- (συνεκδοχικά) το παπιγιόν με
- (μεταφορικά) ο τζιτζιφιόγκος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)