φλασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλασιά | οι | φλασιές |
γενική | της | φλασιάς | των | φλασιών |
αιτιατική | τη | φλασιά | τις | φλασιές |
κλητική | φλασιά | φλασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλασιά θηλυκό
- στιγμιαία φωτεινή αναλαμπή
- στιγμιαία έμπνευση, στιγμιαία αναλαμπή
- Εκεί που καθόμουνα έφαγα μια φλασιά και θυμήθηκα ότι...
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιγμιαία αναλαμπή
|