φλεβόσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλεβόσταση | οι | φλεβοστάσεις |
γενική | της | φλεβόστασης* | των | φλεβοστάσεων |
αιτιατική | τη | φλεβόσταση | τις | φλεβοστάσεις |
κλητική | φλεβόσταση | φλεβοστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φλεβοστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλεβόσταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλεβόσταση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλεβόσταση