φληναφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φληναφώ < αρχαία ελληνική φληναφάω / φληναφῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φληναφώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φληναφώ | φληναφούσα | θα φληναφώ | να φληναφώ | φληναφώντας | |
β' ενικ. | φληναφείς | φληναφούσες | θα φληναφείς | να φληναφείς | (φληνάφει) | |
γ' ενικ. | φληναφεί | φληναφούσε | θα φληναφεί | να φληναφεί | ||
α' πληθ. | φληναφούμε | φληναφούσαμε | θα φληναφούμε | να φληναφούμε | ||
β' πληθ. | φληναφείτε | φληναφούσατε | θα φληναφείτε | να φληναφείτε | φληναφείτε | |
γ' πληθ. | φληναφούν(ε) | φληναφούσαν(ε) | θα φληναφούν(ε) | να φληναφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φληνάφησα | θα φληναφήσω | να φληναφήσω | φληναφήσει | ||
β' ενικ. | φληνάφησες | θα φληναφήσεις | να φληναφήσεις | φληνάφησε | ||
γ' ενικ. | φληνάφησε | θα φληναφήσει | να φληναφήσει | |||
α' πληθ. | φληναφήσαμε | θα φληναφήσουμε | να φληναφήσουμε | |||
β' πληθ. | φληναφήσατε | θα φληναφήσετε | να φληναφήσετε | φληναφήστε | ||
γ' πληθ. | φληνάφησαν φληναφήσαν(ε) |
θα φληναφήσουν(ε) | να φληναφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φληναφήσει | είχα φληναφήσει | θα έχω φληναφήσει | να έχω φληναφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φληναφήσει | είχες φληναφήσει | θα έχεις φληναφήσει | να έχεις φληναφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φληναφήσει | είχε φληναφήσει | θα έχει φληναφήσει | να έχει φληναφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φληναφήσει | είχαμε φληναφήσει | θα έχουμε φληναφήσει | να έχουμε φληναφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φληναφήσει | είχατε φληναφήσει | θα έχετε φληναφήσει | να έχετε φληναφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φληναφήσει | είχαν φληναφήσει | θα έχουν φληναφήσει | να έχουν φληναφήσει |
|