φλιτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλιτ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) είδος εντομοκτόνου μέσα σε ειδική συσκευή με τρόμπα για τον ψεκασμό του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλιτ
|