φλοίσβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φλοίσβος, φλοῖσβος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλοίσβος οι φλοίσβοι
      γενική του φλοίσβου των φλοίσβων
    αιτιατική τον φλοίσβο τους φλοίσβους
     κλητική φλοίσβε φλοίσβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φλοίσβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλοῖσβος[1] < φλέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfli.zvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλοί‐σβος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φλοίσβος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]