φλογοβόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλογοβόλο, ουδέτερο του φλογοβόλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλογοβόλο ουδέτερο
- πολεμική συσκευή που εκτοξεύει αναμένο υγρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλογοβόλο