φλογώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φλογώνω < φλόγα + -ώνω

φλογώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Χρησιμοποιείται μόνο στη μεταφορική έννοια του καίω δηλαδή σημαίνει πως κάποιος νιώθει κάψιμο μέσα στην ψυχή του.