φοβέρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοβέρισμα < φοβερίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοβέρισμα ουδέτερο
- η πράξη ή ενέργεια της φοβέρας, το αποτέλεσμά της, όταν εκτοξεύονται εκφοβιστικές φράσεις ή γίνονται απειλητικές χειρονομίες, η απειλή κάποιου για να πετύχεις τη συμμόρφωσή του
- ..ήθελ' είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος (Ανδρέας Λασκαράτος, Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς)
- ※ Βροχής φοβέρισμα κρέμεται στον ουρανό. (Γιάννης Βλαχογιάννης (1913) Κανάρης [διήγημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοβέρισμα