φοβούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φοβοῦμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοβούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φοβοῦμαι, συνηρημένου τύπου του φοβέομαι

φοβούμαι

  1. (λόγιο, καθαρεύουσα) άλλη μορφή του φοβάμαι
    Φοβούμαι πως δεν θα ανταποκριθώ εις την πρόσκλησίν σας
  2. (κρητικά)
    ※  Δε τσι φοβούμαι τσι γκρεμοί (τραγούδι: Στίχοι: Πόπη Νικηφόρου. Συνθέτης Στάθης Στιβακτάκης.)