φορμάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορμάρω < φόρμα

φορμάρω

  1. δίνω την επιθυμητή φόρμα ή μορφή είτε με καλούπι (π.χ. στα γλυκά) είτε με χτένα (στα μαλλιά), είτε με ειδικη επεξεργασία (π.χ. στο καπέλο)
  2. επεξεγάζομαι το δίσκο του υπολογιστή
  3. (χυδαίο) κάνω ενεργητικό σεξ σε κάποιον, -α, είτε έντονο, είτε αφαιρώ παρθενία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]