φοροελεγκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοροελεγκτικός < φοροελεγκτής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]φοροελεγκτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον έλεγχο των φορολογουμένων και των φορολογικών υποθέσεων ή αναφέρεται σ' αυτόν
- Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών ο φοροελεγκτικός και φοροεισπρακτικός μηχανισμός εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες καθώς οι εισπράξεις από φόρους και πρόστιμα που έχουν βεβαιωθεί υπολείπονται των στόχων που προβλέπονται στο μνημόνιο. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις φοροελεγκτής, φόρος και ελέγχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοροελεγκτικός
|