φορσέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορσέ < γαλλική forcé

Επίθετο

[επεξεργασία]

φορσέ άκλιτο

  • (σκάκι) εξαναγκασμένος, υποχρεωτικός (όταν δεν μπορεί ο παίκτης να κάνει άλλη νόμιμη κίνηση)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ματ φορσέ: όταν η μοναδική κίνηση που μπορεί να κάνει ο παίκτης, τον οδηγεί αναγκαστικά σε ματ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]