φορσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φορσέ άκλιτο
- (σκάκι) εξαναγκασμένος, υποχρεωτικός (όταν δεν μπορεί ο παίκτης να κάνει άλλη νόμιμη κίνηση)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ματ φορσέ: όταν η μοναδική κίνηση που μπορεί να κάνει ο παίκτης, τον οδηγεί αναγκαστικά σε ματ