φουσάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουσάτο τα φουσάτα
      γενική του φουσάτου των φουσάτων
    αιτιατική το φουσάτο τα φουσάτα
     κλητική φουσάτο φουσάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φουσάτο < μεσαιωνική λέξη φουσᾶτον και φοσσᾶτον < από την υστερολατινική λέξη fossatum «στρατόπεδο, τάφρος»

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φουσάτο ουδέτερο

  1. ασκέρι, μονάδα στρατού
    ※  Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι (από τον Ερωτόκριτο)
  2. στρατόπεδο
  3. πλήθος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]