φουτουριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουτουριστικός < φουτουριστ(ής) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]φουτουριστικός
- σχετικός με τον φουτουρισμό
- φουτουριστική τέχνη, διακόσμηση, ζωγραφική, μουσική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, ιδεολογία, νοοτροπία
- φουτουριστικό σινεμά, διήγημα
- φουτουριστικός τρόπος απεικόνισης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουτουριστικός