φούμαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούμαρα < φούμαρο < φουμάρω (καπνίζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούμαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- καπνός, αέρας κοπανιστός, αερολογίες, κενολογίες, υποσχέσεις άνευ ουσίας και μη υλοποιήσιμες
- Όσα είπε, αποδείχτηκαν φούμαρα