φούντωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούντωση < φουντώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούντωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φούντωση
|
φούντωση θηλυκό
|