φράκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φράκο | τα | φράκα |
γενική | του | φράκου | των | φράκων |
αιτιατική | το | φράκο | τα | φράκα |
κλητική | φράκο | φράκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φράκο < (άμεσο δάνειο) γαλλική frac + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfɾa.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρά‐κο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φράκο ουδέτερο
- (ενδυμασία) επίσημο ανδρικό ένδυμα, μαύρο συνήθως παλτό ή σακάκι, κοντό από μπροστά και με μακρύ ύφασμα από πίσω το οποίο είναι σχισμένο στα δύο από το στρίφωμα έως τη μέση -το φορούν αρχισερβιτόροι, οι φορείς στις κηδείες, οι μαέστροι
- ※ Άπαντες σχεδόν οι άνδρες και πάντως όλοι οι Βρεταννοί έφερον φράκα, πλην ολίγων αξιωματικών, των οποίων τα ερυθρά χιτώνια και αι χρυσαί επωμίδες εξεχώριζαν (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός)
- Ένας Ήταν Γυμνός κι ο Άλλος Φόραγε Φράκο (L´uomo nudo e l´uomo in frak, 1985, έργο του Ντάρι Φο)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- βελάδα (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)