φραξιονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φραξιονιστικός < φραξιονιστ(ής) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾa.ksi̯o.ni.stiˈkos/ & /fɾa.ksço.ni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐ξιο‐νι‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]φραξιονιστικός
- σχετικός με τη φράξια και το φραξιονισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φράξια