φρενοβλάβεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρενοβλάβεια < ελληνιστική φρενοβλάβεια < αρχαία ελληνική φρενοβλαβής < φρήν + βλάπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρενοβλάβεια θηλυκό
- διανοητική δυσλειτουργία, ψυχιατρικό νόσημα, σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, απώλεια της λογικής -λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται πλέον και προτιμούνται πιο διακριτικοί όροι