φρεσκοκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]φρεσκοκομμένος
- που κόπηκε πολύ πρόσφατα, που είναι ακόμα φρέσκος,νωπός
- φρεσκοκομμένο λουλούδι, μαϊντανός, γρασίδι κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεσκοκομμένος
|