φρικασέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρικασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fricassée, μετοχή του fricasser (ψήνω -κρέας- με λαχανικά)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɾi.kaˈse/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρι‐κα‐σέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρικασέ ουδέτερο άκλιτο

  • (μαγειρική, φαγητά) γενική ονομασία για βραστό φαγητό που περιέχει κάποιο είδος κρέατος και σπανάκι ή μαρούλι ή κάποιο άλλο πράσινο συνήθως χορταρικό
    Με τι έκανες τελικά το φρικασέ; Εγώ του φρικασέ δεν του βάζω ποτέ μαρουλι.
    Την επόμενη Κυριακή θα έχουμε αρνάκι φρικασέ με μαρούλι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]