φρικιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φρικιώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρικιό τα φρικιά
      γενική του φρικιού των φρικιών
    αιτιατική το φρικιό τα φρικιά
     κλητική φρικιό φρικιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρικιό < (άμεσο δάνειο) αγγλική freak + -ιό (με επίδραση της λέξης φρίκη) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɾiˈco/ συγκρίνετε με τη λέξη φρικιώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρι‐κιό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρικιό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]