φρονιμεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρονιμεύω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾo.niˈme.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
φρονιμεύω
- γίνομαι πιο φρόνιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρονιμεύω
|