φροντισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φροντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φροντίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]φροντισμένος, η, ο
φροντισμένος, η, ο