φροϋδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φροϋδικός < Φρόυδ (παλιότερος μεταγραμματισμός του γερμανικού ονόματος Freud (de)) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾo.i.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρο‐ϋ‐δι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]φροϋδικός, -ή, -ό
- που έχει να κάνει με την ψυχαναλυτική θεωρία του αυστριακού Ζίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud)
- ↪ Η φροϋδική ερμηνεία των παραμυθιών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
- συνώνυμο του φροϋδιστής (στη σημασία: οπαδός της φροϋδικής θεωρίας)