φρυγανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρυγανίζω < φρύγανο

φρυγανίζω

  1. ξεροψήνω
  2. ψήνω το ψωμί τόσο, ώστε να γίνει τραγανό


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρυγανίζω < λείπει η ετυμολογία

φρυγανίζω

  • μαζεύω προσανάμματα