φτερούγισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φτερούγισμα < φτερουγίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φτερούγισμα ουδέτερο
- πετώ
- Τα πουλάκια στο προαύλιο της εκκλησίας φτερούγισαν μακριά, τρομαγμένα από τα βεγγαλικά
- (μεταφορικά) σκιρτώ, ταράζομαι, από ευχάριστο αίτιο ή από νόσημα
- Φτερουγίζει η καρδιά του κάθε φορά που βλέπει τη Μαρία
- Οταν φτερουγίζει η καρδιά στο στήθος, ίσως υπάρχει πρόβλημα αρρυθμιών
- (μεταφορικά) ταξιδεύω γοργά
- Φτερούγισε η φαντασία μου/η σκέψη μου