φτηνοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτηνοδουλειά | οι | φτηνοδουλειές |
γενική | της | φτηνοδουλειάς | των | φτηνοδουλειών |
αιτιατική | τη | φτηνοδουλειά | τις | φτηνοδουλειές |
κλητική | φτηνοδουλειά | φτηνοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτηνοδουλειά θηλυκό
- εργασία που δεν κοστίζει πολύ
- εργασία που το αποτέλεσμά της είναι κατώτερο των προσδοκιών και αμφίβολης ποιότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτηνοδουλειά
|