φτιασίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιασίδι τα φτιασίδια
      γενική του φτιασιδιού των φτιασιδιών
    αιτιατική το φτιασίδι τα φτιασίδια
     κλητική φτιασίδι φτιασίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτιασίδι <

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ftçaˈsi.ði/ & /fti̯aˈsi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτεια‐σί‐δι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φτιασίδι ουδέτερο

  1. (προφορικό) καλλυντικό, ψιμύθιο για το πρόσωπο, με υπαινιγμό υπερβολής, φτηνού ή κακού αποτελέσματος
    Τι τα θες τα φτιασίδια; Μια χαρά ήσουνα πριν
  2. (προφορικό, κατ’ επέκταση) οτιδήποτε λέγεται ή προστίθεται σε προσπάθεια εξωραϊσμού προσώπου, αντικειμένου, κατάστασης
    Η κατάσταση δεν σωνότανε με φτιασίδια, χρειάζονταν τομές και αλλαγές ουσίας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

παρωχημένες γραφές:

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φτιάχνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. φτιασίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φτειάχνω (& φτειασίδι)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.