φτυαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτυαρίζω < φτυάρι
Άντρας φτυαρίζει το χιόνι.

φτυαρίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]