φυγομαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυγομαχώ < φυγομαχέω
Ρήμα
[επεξεργασία]φυγομαχώ
- λιποτακτώ, φοβάμαι να δώσω μάχη σε πόλεμο ή βίαιη σύγκρουση
- (μεταφορικά) αποφεύγω να έρθω σε αντιπαράθεση και να υπερασπιστώ κάτι ή κάποιον που οφείλω να υποστηρίξω