φυζακινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]φυζακινός, ή, όν
- που τρέπεται εύκολα σε φυγή, το βάζει εύκολα στα πόδια
- φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν