φυλάττω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλάττω < φυλάσσω
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | φυλάττω | |
Παρατατικός | ἐφύλαττον | |
Μέλλοντας | φυλάξω | |
Αόριστος | ἐφύλαξα | |
Παρακείμενος | πεφύλαχα | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεφυλάχειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα[επεξεργασία]
φυλάττω
- αττικός τύπος του φυλάσσω
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Σφῆκες, 4
- ἆρ᾽ οἶσθά γ᾽ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν;
- Ξέρεις τί ζωντανό φυλάμε;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ἆρ᾽ οἶσθά γ᾽ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν;
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Σφῆκες, 4