φυλακισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φυλακίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
φυλακισμένος, η, ο
- που βρίσκεται στη φυλακή ή σε χώρο που περιορίζει την ελευθερία του
- (μεταφορικά) ο δέσμιος, ο παγιδευμένος, που ζει σαν να βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλακισμένος