φυλετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλετικότητα < φυλετικ(-ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυλετικότητα θηλυκό
- (βιολογία) οι εμφανείς και εσωτερικοί ή αφανείς χαρακτήρες ενός ατόμου, οι οποίοι καθορίζονται από το φύλο του είδους του, από το αν είναι δηλαδή αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- φυλετισμός (διαφορετική σημασία)
→ και δείτε τη λέξη φύλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυλετικότητα
|