φυλλομετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυλλομετρώ < φύλλα (βιβλίου) + μετρώ (για να αποδοθεί κατά τον 19ο αιώνα το γαλλικό feuilleter)

φυλλομετρώ

  • ψευδοδιαβάζω, διαβάζω αφηρημένα ή επί τροχάδην ένα βιβλίο ή κάποιο έντυπο, το ξεφυλλίζω σαν να μετράω απλώς τα φύλλα του αντί να το μελετώ
    Περίμενα με αγωνία στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου και φυλλομετρούσα νευρικά κάτι ανούσια έντυπα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]