φυσερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυσερό | τα | φυσερά |
γενική | του | φυσερού | των | φυσερών |
αιτιατική | το | φυσερό | τα | φυσερά |
κλητική | φυσερό | φυσερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσερό < φυσώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσερό ουδέτερο
- φυσούνα, φυσητήρας, φύσα, απλή φορητή συσκευή με ασκό με την οποία παράγεται και φυσιέται αέρας προς συγκεκριμένη κατεύθυνση συνήθως για τεχνικές εργασίες π.χ. παλιότερα στα σιδηρουργεία και στα υαλουργεία
- η βεντάλια ή οποιοδήποτε επίπεδο, ελαφρύ και λεπτού πάχους φορητό αντικείμενο με λαβή μετακινεί χειροκίνητα μικρές μάζες αέρα ώστε κάποιος να δροσίζεται ή να ανανεώνει τον αέρα κοντά του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσερό
|