φυσιατρική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσιατρική | οι | φυσιατρικές |
γενική | της | φυσιατρικής | των | φυσιατρικών |
αιτιατική | τη | φυσιατρική | τις | φυσιατρικές |
κλητική | φυσιατρική | φυσιατρικές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσιατρική θηλυκό
- ιατρική ειδικότητα που έχει ως αντικείμενο κυρίως την κινητική αποκατάσταση ασθενών που παρουσιάζουν μυοσκελετικές και νευρομυικές διαταραχές εξαιτίας καρδιακών, αναπανευστικών και άλλων παθήσεων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φυσιατρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φυσιατρικός