φυσικοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσικοθεραπεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσικοθεραπεία θηλυκό
- η θεραπεία χρησιμοποιούμενων των φυσικών μέσων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσικοθεραπεία