φυσικού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.siˈku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σι‐κού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσικού θηλυκό
- (προφορικό, επάγγελμα, εκπαίδευση) η καθηγήτρια του μαθήματος της φυσικής στο σχολείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προφορική έκφραση για καθηγήτρια φυσικής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φυσικού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)