φυσικού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσικού οι φυσικούδες
      γενική της φυσικούς των φυσικούδων
    αιτιατική τη φυσικού τις φυσικούδες
     κλητική φυσικού φυσικούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυσικού < φυσικ(ός) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.siˈku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐σι‐κού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυσικού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φυσικού

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του φυσικός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (φυσικό) του φυσικός
    εκφράσεις: από φυσικού μου