φυσιογνωμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσιογνωμικός < φυσιογνωμ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]φυσιογνωμικός
- σχετικός με τη φυσιογνωμία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσιογνωμικός