φυσιοδιφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσιοδιφικός < φυσιοδίφης
Επίθετο
[επεξεργασία]φυσιοδιφικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσιοδιφικός
|
φυσιοδιφικός, -ή, -ό
|