φυτοκοινωνιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοκοινωνιολογικός < φυτοκοινωνιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
φυτοκοινωνιολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την φυτοκοινωνιολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοκοινωνιολογικός
|