φυτολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.toˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐λό‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτολόγος
|