φυτοπίλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτοπίλημα < φυτό + -ο- + πίλημα (< αρχαία ελληνική πίλημα < πιλέω < πῖλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pil-: τρίχα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτοπίλημα ουδέτερο
- πίλημα από φυτικά υπολείμματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτοπίλημα
|